- Αρετίνο, Πιέτρο
- (Pietro Aretinο, Αρέτσο 1492 – Βενετία 1556). Φιλολογικό ψευδώνυμο τουΙταλού συγγραφέα Πιέτρο ντελ Τούρα. Γιος του Λούκα ντελ Τούρα, τσαγκάρη, και της Μαργκερίτα Μπόντσι, από φτωχή αλλά όχι άσημη οικογένεια, άλλαξε το πατρικό του όνομα, όταν o πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του. Πολύ νέος πήγε στην Περούτζια όπου έγραψε και τους πρώτους στίχους του, γοητεύοντας τους φοιτητικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους με το πληθωρικό ταμπεραμέντο του και τον εξαιρετικό του οίστρο. Οι πρώτες απόπειρές του να ασχοληθεί με τη ζωγραφική δεν στέφθηκαν από επιτυχία και o Α. εγκατέλειψε την τέχνη για να δουλέψει σε ένα βιβλιοπωλείο, όπου άρχισε να μορφώνεται διαβάζοντας. Είκοσι ετών έφυγε στη Ρώμη, όπου ο τραπεζίτης Αγκοστίνο Κίτζι τού άνοιξε τις πόρτες της ρωμαϊκής κοινωνίας, καθώς την εποχή του πάπα Λέοντα Γ’ αναπτύσσονταν παράλληλα η αγάπη για τις καλές τέχνες και η διαφθορά. Το αστραφτερό και δηκτικό πνεύμα του ποιητή βρήκε έτσι την κατάλληλη ατμόσφαιρα και τον έκανε να αποκτήσει σπουδαίους θαυμαστές και προστάτες, όπως o ίδιος ο πάπας Λέων Γ’ και ο Ιωάννης των Μεδίκων· για χάρη του δεύτερου έγραψε τις καυστικές Πασκουινάτες του, βίαιες σάτιρες που πήραν το όνομά τους από τον Πασκουίνο, πρόσωπο της κομέντια ντελ άρτε. Έγραψε επίσης ελευθερόστομες κωμωδίες και τις Lettere volanti, επιστολές με θέματα κυρίως πολιτικής επικαιρότητας, που αποτέλεσαν μια μορφή δημοσιογραφίας, της οποίας ο Α. μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους προδρόμους. Όταν έγινε πάπας ο προστάτης του Ιωάννης των Μεδίκων, ξαναγύρισε στη Ρώμη, απ’ όπου στο μεταξύ είχε φύγει. Το 1527, όμως, οι πολυάριθμοι εχθροί που δημιούργησε τον ανάγκασαν να φύγει οριστικά από τη Ρώμη και να εγκατασταθεί στη Βενετία, όπου γνώρισε πραγματικό θρίαμβο ως προστατευόμενος του δόγη Αντρέα Γκρίτι. To σπίτι του, όπου σύχναζαν ευγενείς, ιεράρχες, έμποροι και προπάντων ηγεμόνες που ήθελαν να τους κολακεύει ο Α. στα έργα του ή να αποφύγουν να τους αναφέρει στις δηκτικές του σάτιρες, ήταν γεμάτο ωραίες γυναίκες που ο κόσμος τις έλεγε Αρετίνες. O αγώνας του εναντίον του λογιοτατισμού τον έκανε να κερδίσει τις συμπάθειες των νέων συγγραφέων που συγκεντρώνονταν και αυτοί, όπως και πολλοί καλλιτέχνες, στο σπίτι του. Η ξέφρενη αυτή ζωή του ποιητή έκανε πολλούς να τον επικρίνουν και να τον θεωρήσουν ακόλαστο και χρηματιζόμενο κόλακα· o Αριόστο τον είχε αποκαλέσει «μάστιγα των ηγεμόνων». Μεγάλοι όμως καλλιτέχνες, όπως o Σανσοβίνο και ο Τιτσιάνο, υπήρξαν αχώριστοι φίλοι του.
O Α. υπήρξε συγγραφέας με γόνιμη φαντασία και ευφυΐα. Εγκαταλείποντας τις σάτιρες και την ποίηση γράφει τους Συλλογισμούς (Ragionamenti, 1534-39), διαλόγους εταίρων όπου, δίπλα στην επιδεικτική προτίμησή του για την κωμική και άσεμνη λεπτομέρεια, αποκαλύπτει μεγάλα χαρίσματα ρεαλιστή και σκωπτικού συγγραφέα. Από το 1537 έως το 1557 δημοσίευσε σε 6 βιβλία τις περίφημες Επιστολές, όπου προβάλλεται καλύτερα απ’ όλα του τα άλλα έργα η ποιητική του. Πριν πάει στη Βενετία είχε αρχίσει να γράφει και κωμωδίες όπως Η εταίρα (1525),που την ακολούθησε Ο μέγας σταβλάρχης (1533). Σε αυτές ο Α. αντικαθρεφτίζει την κωμικότητα των καταστάσεων, την πλούσια εμπειρία του από τις ηγεμονικές αυλές και τις διάφορες πόλεις όπου έζησε. Οι επόμενες κωμωδίες, Ταλάντα (1542), Υποκριτής (1542) και Φιλόσοφος (1546), παύουν να είναι τόσο νεωτεριστικές, ενώ μια τραγωδία του, η Ορατία (1546), σε ελεύθερο στίχο, θεωρείται από πολλούς κριτικούς η καλύτερη του ιταλικού 16ου αι.
Ο Α. όμως έγραψε και έργα θρησκευτικού περιεχομένου, όπως παραφράσεις των Επτά Ψαλμών (1534), τα τέσσερα βιβλία Για την ανθρώπινη φύση του Χριστού (1535), Η ζωή της Μαρίας της Παρθένου (1540), Η ζωή του αγίου Θωμά (1543) κ.ά., με την ελπίδα πως θα γινόταν καρδινάλιος, αξίωμα που ορισμένες στιγμές φάνηκε πως ήταν πιθανόν να του απονεμηθεί.
Το έργο του Α., απαλλαγμένο σήμερα από τις προκαταλήψεις της ρητορικής του ρομαντισμού και από την κατηγορία του αμοραλισμού, προσφέρεται για μια καινούργια θεώρηση.
Πορτρέτο του Πιέτρο Αρετίνο, έργο του Τιτσιάνο.
Dictionary of Greek. 2013.